Ροσέλ, Λα-

Ροσέλ, Λα-
(La Rochelle). Πόλη της δυτικής Γαλλίας που, μεταξύ 16ου και 17ου αι., υπήρξε οχυρό του γαλλικού καλβινισμού. Οχυρωμένη πόλη, η Λα Ροσέλ χρησιμοποιήθηκε ως μια από τις τέσσερις τοποθεσίες ασφαλείας (places de sϋretι) που παραχωρήθηκαν στους Ουγενότους με τη Συνθήκη ειρήνης του Αγίου Γερμανού, το 1570. Μετά τη σφαγή της νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου, οι μεγαλύτεροι αρχηγοί των Ουγενότων που γλίτωσαν από τη σφαγή αυτή κατέφυγαν στη Λα Ροσέλ· ο Κάρολος Θ’ την πολιόρκησε, αλλά η πόλη αντιστάθηκε, και με τη Συνθήκη της 1ης Ιουλίου 1573 οι καλβινιστές διατήρησαν τον έλεγχό της. Τον έχασαν όμως μισό περίπου αιώνα αργότερα, όταν ο καρδινάλιος Ρισελιέ, με την περίφημη πολιορκία της, η οποία διήρκεσε από τον Ιούλιο 1627 έως τον Οκτώβριο 1628, κατέλαβε την πόλη, παρ’ όλες τις δραστήριες προσπάθειες των Άγγλων να βοηθήσουν τους πολιορκημένους. Η Λα Ροσέλ είναι πρωτεύουσα του νομού Σαράντ-Μαριτίμ και μεγάλο αλιευτικό κέντρο με μερικές βιομηχανίες, σημαντικές στους τομείς κονσερβοποιίας ψαριών, χημικών προϊόντων, μηχανών και διύλισης πετρελαίου· η μεγαλύτερη εμπορική κίνηση είναι συγκεντρωμένη στον προλιμένα της Λα Παλίς. Λα Ροσέλ: το παλιό λιμάνι. Φρούριο των Ουγενότων στους θρησκευτικούς πόλεμους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ρισελιέ, Αρμάν Ζαν ντι Πλεσί, δούκας του- — (Richelieu, Παρίσι 1585 – 1642). Γάλλος καρδινάλιος και πολιτικός. Από οικογένεια μικροευγενών του Πουατού, εξελέγη το 1608 επίσκοπος της Λισόν. Έπειτα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να πάρει μέρος στην πολιτική ζωή, κατόρθωσε να γίνει… …   Dictionary of Greek

  • Σαράντ-Μαριτίμ — (Charente maritime). Νομός της Γαλλίας (6864 τ. χλμ., πληθ. 526 200 κάτ.). Βρίσκεται στη δυτική παραθαλάσσια περιοχή της χώρας και περικλείει την παράκτια περιοχή ανάμεσα στον κόλπο του Ζιρόντ και στην κατώτερη διαδρομή του ποταμού Σεβρ. Στο νομό …   Dictionary of Greek

  • Ουγενότοι — (γαλλ. Huguenots). Όνομα άγνωστης προέλευσης, με το οποίο χαρακτηρίζονταν οι Γάλλοι διαμαρτυρόμενοι κατά την περίοδο των θρησκευτικών συγκρούσεων του 16ου και 17ου αι. Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο γαλλικός προτεσταντισμός –κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Κουλόμπ, Σαρλ Ογκιστέν ντε- — (Charles Augustin de Coulomb, Ανγκουλέμ 1736 – Παρίσι 1806). Γάλλος φυσικός. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, έγινε μηχανικός του στρατού και έφτασε μέχρι τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Τα τρία χρόνια που υπηρέτησε στο φρούριο Μπουρμπόν, στη… …   Dictionary of Greek

  • Κουρτσάτοφ, Ιγκόρ Βασίλιεβιτς — (Igor Vasilievich Kurchatov, Τσελιάμπινσκ 1902 – Μόσχα 1960). Ρώσος φυσικός, πενεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Κριμαίας εργάστηκε ως βοηθός στο τμήμα της φυσικής του Πολυτεχνικού Ινστιτούτου του… …   Dictionary of Greek

  • Λα Σαλ, Ρενέ Ρομπέρ — (René Robert Cavelier sieur de La Salle, Ρουέν 1643 – Ρίο Μπράσος, Τέξας 1687). Γάλλος εξερευνητής. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο τάγμα των ιησουιτών, μετανάστευσε στον Καναδά αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Το 1669 συμμετείχε σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Υόρκη — (New York). Πολιτεία (127.190 τ. χλμ., 19.011.378 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο διαμέρισμα του Μέσου Ατλαντικού. Είναι η πολυπληθέστερη αμερικανική μεγαλούπολη, καθώς επίσης και οικονομικό, ασφαλιστικό, βιομηχανικό, εμπορικό, τουριστικό, πολιτιστικό …   Dictionary of Greek

  • τρυγικό oξύ — Οργανική ένωση με τύπο C4H6O6 που ανήκει στην ομάδα των δικαρβοξυλικών οξυοξέων· στο μόριό της περιλαμβάνει δύο καρβοξύλια και δύο δευτεροταγείς αλκοολικές ομάδες. Το τ.ο. έχει δύο άτομα άνθρακα ομοειδώς ασύμμετρα· είναι γνωστά ένα τ.ο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”