Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ρισελιέ, Αρμάν Ζαν ντι Πλεσί, δούκας του- — (Richelieu, Παρίσι 1585 – 1642). Γάλλος καρδινάλιος και πολιτικός. Από οικογένεια μικροευγενών του Πουατού, εξελέγη το 1608 επίσκοπος της Λισόν. Έπειτα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να πάρει μέρος στην πολιτική ζωή, κατόρθωσε να γίνει… … Dictionary of Greek
Σαράντ-Μαριτίμ — (Charente maritime). Νομός της Γαλλίας (6864 τ. χλμ., πληθ. 526 200 κάτ.). Βρίσκεται στη δυτική παραθαλάσσια περιοχή της χώρας και περικλείει την παράκτια περιοχή ανάμεσα στον κόλπο του Ζιρόντ και στην κατώτερη διαδρομή του ποταμού Σεβρ. Στο νομό … Dictionary of Greek
Ουγενότοι — (γαλλ. Huguenots). Όνομα άγνωστης προέλευσης, με το οποίο χαρακτηρίζονταν οι Γάλλοι διαμαρτυρόμενοι κατά την περίοδο των θρησκευτικών συγκρούσεων του 16ου και 17ου αι. Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο γαλλικός προτεσταντισμός –κυρίως… … Dictionary of Greek
τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… … Dictionary of Greek
Κουλόμπ, Σαρλ Ογκιστέν ντε- — (Charles Augustin de Coulomb, Ανγκουλέμ 1736 – Παρίσι 1806). Γάλλος φυσικός. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, έγινε μηχανικός του στρατού και έφτασε μέχρι τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Τα τρία χρόνια που υπηρέτησε στο φρούριο Μπουρμπόν, στη… … Dictionary of Greek
Κουρτσάτοφ, Ιγκόρ Βασίλιεβιτς — (Igor Vasilievich Kurchatov, Τσελιάμπινσκ 1902 – Μόσχα 1960). Ρώσος φυσικός, πενεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Κριμαίας εργάστηκε ως βοηθός στο τμήμα της φυσικής του Πολυτεχνικού Ινστιτούτου του… … Dictionary of Greek
Λα Σαλ, Ρενέ Ρομπέρ — (René Robert Cavelier sieur de La Salle, Ρουέν 1643 – Ρίο Μπράσος, Τέξας 1687). Γάλλος εξερευνητής. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο τάγμα των ιησουιτών, μετανάστευσε στον Καναδά αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Το 1669 συμμετείχε σε μια… … Dictionary of Greek
Νέα Υόρκη — (New York). Πολιτεία (127.190 τ. χλμ., 19.011.378 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο διαμέρισμα του Μέσου Ατλαντικού. Είναι η πολυπληθέστερη αμερικανική μεγαλούπολη, καθώς επίσης και οικονομικό, ασφαλιστικό, βιομηχανικό, εμπορικό, τουριστικό, πολιτιστικό … Dictionary of Greek
τρυγικό oξύ — Οργανική ένωση με τύπο C4H6O6 που ανήκει στην ομάδα των δικαρβοξυλικών οξυοξέων· στο μόριό της περιλαμβάνει δύο καρβοξύλια και δύο δευτεροταγείς αλκοολικές ομάδες. Το τ.ο. έχει δύο άτομα άνθρακα ομοειδώς ασύμμετρα· είναι γνωστά ένα τ.ο.… … Dictionary of Greek